- ἀθεσμόλεκτρος
- ἀθεσμό-λεκτρος, ον,A joined in lawless love, Lyc.1143.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αθεσμόλεκτρος — ἀθεσμόλεκτρος, ον (Α) αυτός που συζεί παράνομα με γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄθεσμος + λέκτρον (= κλίνη, κρεβάτι)] … Dictionary of Greek
ἀθεσμόλεκτρον — ἀθεσμόλεκτρος joined in lawless love masc/fem acc sg ἀθεσμόλεκτρος joined in lawless love neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)